περισκοπῆς

περισκοπῆς
περισκοπέω
look round
pres ind act 2nd sg (doric)
περισκοπέω
look round
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισκοπή — ἡ, Μ τόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί γύρω γύρω, να περισκοπεί, ψηλό μέρος, σκοπιά («ὁρᾷ ἐξ ἀπόπτου τινός περισκοπῆς», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκοπή «τόπος υψηλός απ όπου κατασκοπεύει κανείς» (< σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”